🇬🇧 en el 🇬🇷
once in a while adverb |
|
---|---|
|
κάθε τόσο, κάπου-κάπου, κατά διαστήματα, μια (φορά) στο τόσο, πού και πού |
Wiktionary Links
- English: once in a while
once in a while adverb |
|
---|---|
|
κάθε τόσο, κάπου-κάπου, κατά διαστήματα, μια (φορά) στο τόσο, πού και πού |